- χειμωνοτύπος
- χειμωνοτύπος [pron. full] [ῠ], ον,A buffeting stormily,
λαῖλαψ A.Supp.34
(anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαῖλαψ A.Supp.34
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειμωνοτύπος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει κάτι με σφοδρότητα («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, ῶνος + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] … Dictionary of Greek
χειμωνοτύπῳ — χειμώνοτυπος masc/fem/neut dat sg χειμωνοτύπος buffeting stormily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμωνοτύπωι — χειμωνοτύπῳ , χειμώνοτυπος masc/fem/neut dat sg χειμωνοτύπῳ , χειμωνοτύπος buffeting stormily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)